-
1 высокоразвитый
(πολύ) ανεπτυγμένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > высокоразвитый
-
2 высокоразвитый
высокоразвитыйприл πολύ ἀνεπτυγμένος, πολύ προηγμένος. -
3 высокоразвитый
[βυσακαράζβιτυϊ] επ. πολύ προηγμένος -
4 высокоразвитый
[βυσακαράζβιτυϊ] επ πολύ προηγμένος -
5 высокоразвитый
επ.πολύ αναπτυγμένος, προηγμένος•-ые страны οι πολύ προηγμένες χώρες.
См. также в других словарях:
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Γιουκατάν — (Yucatan). Χερσόνησος (180.000 τ. χλμ.) της Κεντρικής Αμερικής, που αποτελείται από τις μεξικανικές πολιτείες του Γ. και Καμπέτσε και την περιοχή Κιντάνα Ρόο, μαζί με τμήματα της Ονδούρας και της Γουατεμάλας. Αποτελείται από σχεδόν οριζόντια… … Dictionary of Greek